κασέλα, η [ka’sela]

κασέλα, η [ka’sela]: μεγάλο, μακρόστενο και βαθύ ξύλινο συνήθ. κιβώτιο, με κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες κτλ.: ‘Οι κασέλες ήταν γεμάτες με τα προικιά της’. [βεν. cassela].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από