ΔΠΗ
καρσί [ka’rsi]: (επίρρ. τοπ.) απέναντι: ‘Nα τον έχω καρσί να του δείξω εγώ’. [τουρκ. karşι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: