καρούλα, η [ka’rula]

καρούλα, η [ka’rula]: α. καρούμπαλο. β. φουσκάλα στο δέρμα. [καρούλ(ι) μεγεθ. αρχ. κάρ(υον) ‘σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού΄ -ούλ(ι) -α].

Πηγή: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=13515&action=edit


Δημοσιεύτηκε

σε

από