καρντάσης, ο [ka’rdasis]: ο φίλος, ο αδελφός: ‘Γεια σου ωρέ καρντάση, φίλε μου’. [τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης].
καρντάσης, ο [ka’rdasis]
από
Ετικέτες:
καρντάσης, ο [ka’rdasis]: ο φίλος, ο αδελφός: ‘Γεια σου ωρέ καρντάση, φίλε μου’. [τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση