καρδάρι, το [kar’ðari]

καρδάρι, το [kar’ðari]: μεγάλο ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δύο λαβές ή με μία ημικυκλική, όπου αρμέγουν το γάλα.[μσν. καρδάρι < καλδάριον (αφομ. [l-r > r-r] ) < μσνλατ. caldari(um) (< υστλατ. caldaria ‘δοχείο για βράσιμο΄) -ον].

Και: https://ilialang.gr/καρδάρα-η-karδara/


Δημοσιεύτηκε

σε

από