καραβάνα, η [kara’vana]: μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. [παλ. ιταλ. caravana ([-ravá-]) ‘υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ([-ráva-])].
καραβάνα, η [kara’vana]
από
Ετικέτες: