καρέλι, το [ka’reli]: πέτρα με την οποία έπαιζαν διάφορα παιδικά παιχνίδια. [ιταλ. carrell(o) -ι ‘καροτσάκι’].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καρέλι, το [ka’reli]: πέτρα με την οποία έπαιζαν διάφορα παιδικά παιχνίδια. [ιταλ. carrell(o) -ι ‘καροτσάκι’].
Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: