καπροδόντης [kapro’ðondis]

καπροδόντης, -α, -ικο [kapro’ðondis]: στραβοδόντης. [‘ίσως, κάπρος ‘χοίρος’ + δόντ(ι) –ης].

Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από