καπονέρα, η [kapo’nera]

καπονέρα, η [kapo’nera]: κοτέτσι για κλώσσες: ‘Άνοιξε την καπονέρα με τα κλωσσόπουλα’. [<βεν. caponera].


Δημοσιεύτηκε

σε

από