ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
καπνίζω [ka’pnizo]
καπνίζω [ka’pnizo]: (μτφ.) νευριάζω: ‘Μη με καπνίζεις!’.
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Κ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΜΕΤΑΦΟΡΑ
,
ΡΗΜΑ