καπινιά, η [kapi’ɲa]

καπινιά, η [kapi’ɲa]: η καπνιά. [καπιν(ός) -ιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *