καπάρο, το [ka’paro]

καπάρο, το [ka’paro]: χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή: ‘Έδωσε καπάρο για τα αρνιά’. [ιταλ. caparra θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ή παλ. ιταλ. caparro].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από