ΔΠΗ
καούρα, η [ka’ura]: (μτφ.) η έννοια, η ανησυχία. [κα- (συνοπτ. θ. του καίω) -ούρα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση