καντινάτσο, το [kandi’natso]

καντινάτσο, το [kandi’natso]: η σιδερένια κάσα της εξώπορτας.

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από