καντίνι, το [ka’ndini]

καντίνι, το [ka’ndini]: α. η λεπτότερη χορδή ενός οργάνου. β. (μτφ.) για κπ. που είναι τέλειος, στην ‘πένα’. [βεν. cantin -ι].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από