κανονικό, το [kanoni’ko]

κανονικό, το [kanoni’ko]: ετήσια εισφορά των επαρχιωτών στους ιερείς με σιτηρά και άλλα αγροτικά προϊόντα. [κανονικ(ός) -ο].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από