καμώνομαι [ka’monome]

καμώνομαι [ka’monome]: προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάνω πως… ή παριστάνω τον…: ‘Kαμώνεται τον κάποιον’.  [μσν. καμώνω, -ομαι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από