καμπωχιάρης, ο [kabo’çaris]

καμπωχιάρης, ο [kabo’çaris]: σιωπηλός, μυστικοπαθής: ‘Τα μάσαγε τα λόγια του. Σάματις είναι καμπωχιάρης μου φαίνεται’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από