καμιναδόρος, ο [kamina’ðoros]: ο τεχνίτης που καταπιάνεται με το σίδερο. [καμίν(ι) -α- δόρος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καμιναδόρος, ο [kamina’ðoros]: ο τεχνίτης που καταπιάνεται με το σίδερο. [καμίν(ι) -α- δόρος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: