καμηλώ [kami’lο]

καμηλώ [kami’lo]: απαλή μάλλινη κουβέρτα.  [ίσως, γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: