καματερό, το [kamate’ro]: βόδι που χρησιμοποιείται για το όργωμα. [μσν. καματερό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καματερός ‘εργατικός΄ < ελνστ. καματηρός με τροπή του άτ. [ir > er], αρχ. ‘κουραστικός΄].
καματερό, το [kamate’ro]
από
Ετικέτες:
καματερό, το [kamate’ro]: βόδι που χρησιμοποιείται για το όργωμα. [μσν. καματερό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καματερός ‘εργατικός΄ < ελνστ. καματηρός με τροπή του άτ. [ir > er], αρχ. ‘κουραστικός΄].
από
Ετικέτες: