καμίνια, η [ka’miɲa]

καμίνια, η [ka’miɲa]: καμιά, καμία.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *