καλπάζουσα, η [ka’lpazusa]

καλπάζουσα, η [ka’lpazusa]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [καλπάζων -ουσα -ον < λόγ. του καλπάζω μτφρδ. γαλλ. galopant].


Δημοσιεύτηκε

σε

από