καλοπίχερος, -η, -ο [kalo’piçeros]: ο τυχερός, αυτός που έχει καλό χερικό, που φέρνει γούρι. [καλο (καλός)-πιχερ (επιχειρώ) -ος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καλοπίχερος, -η, -ο [kalo’piçeros]: ο τυχερός, αυτός που έχει καλό χερικό, που φέρνει γούρι. [καλο (καλός)-πιχερ (επιχειρώ) -ος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o