ΔΠΗ
καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση