καλιά [ka’ʎa]

καλιά [ka’ʎa]: (επίρρ.) στην Φράση ‘Πάει καλιά του’ (για κπ που πεθαίνει ή καταστρέφεται). [ίσως σύντμ. της φρ. κά(με δου)λειά σου (ορθογρ. απλοπ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: