καλιάζω [ka’ʎazo]

καλιάζω [ka’ʎazo]: ταιριάζω, βάζω σε τάξη.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από