καλαμωτός [kalamo’tos]

καλαμωτός, -ή, -ό [kalamo’tos]: που είναι κατασκευασμένος από καλάμια. [επίθ. < ελνστ. ή μσν. ουσ. καλαμωτή ‘φράχτης από καλάμια΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: