κακοφορμίζω [kakofo’rmizo]

κακοφορμίζω [kakofo’rmizo]: για κτ. που μαζεύει πύον ή παθαίνει φλεγμονή και πρήζεται: ‘H πληγή μολύνθηκε και κακοφόρμισε’. [ίσως *κακαφορμίζω < κακ(ο)- + αφορμίζω και τροπή [a > o] που είναι το συνηθέστερο συνδετικό φων.]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: