κακαρένζα, η [kaka’renza]

κακαρένζα, η [kaka’renza]: α. η κοπριά των γιδοπροβάτων. β. η μύξα. [ιταλ. cacare ‘αποπατώ’ -έντζα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από