ΔΠΗ
καθεσιό, το [kaθe’sço]: ανάπαυση: ‘Δεν έχει καθεσιό’. [καθισ- (καθίζω) -ιό].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: