καθίγκλα, η [ka’θingla]: η καρέκλα. [κάθ(ομαι) + ίγκλα < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ].
καθίγκλα, η [ka’θingla]
από
Ετικέτες:
καθίγκλα, η [ka’θingla]: η καρέκλα. [κάθ(ομαι) + ίγκλα < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ].
από
Ετικέτες: