καζαντώ [kaza’ndo]

καζαντώ [kaza’ndo]: πλουτίζω, κερδίζω, ωφελούμαι. [< καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ’ εν. αορ. του kazanmak) -ω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: