καδούλι, το [ka’ðuli]

καδούλι, το [ka’ðuli]: ξύλινος κάδος για την αποθήκευση προϊόντων. [κάδ(ος) -ούλι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *