καΐλα, η [ka’ila]

καΐλα, η [ka’ila]: α. καούρα. β. (μτφ.) η στεναχώρια. γ. αίσθημα ζέστης [καη- (καίω) -ίλα με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *