ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
κάτσος, ο [‘katsos]
κάτσος, ο [‘katsos]: ο γάτος. [κατσ(ί) -ος].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Κ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ