κάργα [‘karγa]: (επίρρ.) α. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα. β. πολύ σφιχτά: ‘Tο έδεσε κάργα το σκοινί’. β. για κτ. πολύ τεντωμένο [βεν. carga ‘φορτίο, γεμάτο΄].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,
Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Αφήστε μια απάντηση