κάνουλα, η [‘kanula]

κάνουλα, η [‘kanula]: ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. [μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna].


Δημοσιεύτηκε

σε

από