κάλεσια, η [‘kalesça]: άσπρη προβατίνα με μαύρα μάτια, μύτη και αυτιά. [< αόριστος του καλώ -ιά].
κάλεσια, η [‘kalesça]
από
Ετικέτες:
κάλεσια, η [‘kalesça]: άσπρη προβατίνα με μαύρα μάτια, μύτη και αυτιά. [< αόριστος του καλώ -ιά].
από
Ετικέτες: