ΔΠΗ
κάζο, το [‘kazo]: πάθημα: ‘Έπαθε μεγάλο κάζο όταν τον άφησε η κυρά’ [ιταλ. caso].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: