ισιάζω [i’sçazo]

ισιάζω [i’sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω].

Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/

Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από