ινάτι, το [i’nati]

ινάτι, το [i’nati]: πείσμα: ‘Tην έπιασε το ινάτη της’.  [< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι] [τουρκ. inat -ι].

Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/

Και: https://ilialang.gr/γνάτι-το-γnati/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από