θωρώ [θo’ro]: θεωρώ, βλέπω. [μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ ‘κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
θωρώ [θo’ro]
από
Ετικέτες:
θωρώ [θo’ro]: θεωρώ, βλέπω. [μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ ‘κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
από
Ετικέτες: