θυγατέρα, η [θiγa’tera]

θυγατέρα, η [θiγatera]: κόρη. [μσν. θυγατέρα < αρχ. θυγάτηρ, αιτ. -έρα].

Και: https://ilialang.gr/δυχατέρα-η-θυγατέρα/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από