θρούμπι, το [‘θrumbi]

θρούμπι, το [‘θrumbi]: α. το θυμάρι. β. το κάψιμο του φυτού: ‘Ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι’ (τα έκαψε και τα κατέστρεψε). [αρχ. θύμβρα (προφ. [mb] ) > μσν. θρύμβη (μετάθ. του [r] και μεταπλ. -α > -η) > *θρούμβη ( [i > u] εξαιτίας των χειλ. [mb] ) > νεότ. ουδ. θρούμπι από την ακουστική σύμπτ. των φων. της κατάλ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *