θηλυκώνω [θili’kono]: κουμπώνω. [μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω].
Και: https://ilialang.gr/θελυκώνουμαι-κουμπώνομαι/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
θηλυκώνω [θili’kono]: κουμπώνω. [μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω].
Και: https://ilialang.gr/θελυκώνουμαι-κουμπώνομαι/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: