θηκάρι, το [θi’kari]: θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [μσν. θηκάρι(ν) < ελνστ. θηκάριον υποκορ. του αρχ. θήκ(η) -άριον > -άρι].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
θηκάρι, το [θi’kari]: θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [μσν. θηκάρι(ν) < ελνστ. θηκάριον υποκορ. του αρχ. θήκ(η) -άριον > -άρι].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: