θεριό, το [θe’rʝo]: α. θηρίο. β. δυνατός. [μσν. θεριό < αρχ. θηρίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [ir > er]].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i