θεριστής, ο [θeri’stis]

θεριστής, ο [θeri’stis]: α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι. β. ο Ιούνιος [αρχ. θεριστής].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από