θεριακωμένος [θerʝako’menos]

θεριακωμένος, -η, -ο [θerʝako’menos]: πολύ δυνατός. [θερι(ό) –α- κ(αμ)ωμένος].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: